πλακουντοποιός

πλακουντοποιός
-όν, MA
το αρσ. ως ουσ. ο πλακουντοποιός
ο κατασκευαστής πλακούντων, ο ζαχαροπλάστης
αρχ.
(για πόλη ή χώρα) αυτός που κατασκευάζει πλακούντες («πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον», Σώπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, -οῦντος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλακουντοποιόν — πλακουντοποιός cake baking masc/fem acc sg πλακουντοποιός cake baking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντοποιοί — πλακουντοποιός cake baking masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντοποιῶν — πλακουντοποιός cake baking masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλακουντοποιϊκός — ή, όν, Α [πλακουντοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή πλακούντων …   Dictionary of Greek

  • ՊՂԱԿՈՒՆՏՐԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 2 0652 Chronological Sequence: Unknown date πλακουντοποιός. LACKING …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”