- πλακουντοποιός
- -όν, MAτο αρσ. ως ουσ. ο πλακουντοποιόςο κατασκευαστής πλακούντων, ο ζαχαροπλάστηςαρχ.(για πόλη ή χώρα) αυτός που κατασκευάζει πλακούντες («πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον», Σώπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, -οῦντος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.